εξαναγκασμένος
From LSJ
οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; οὐχ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσὴφ καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; → “Isn't he the carpenter's son? Isn't his mother's name Mary, and aren't his brothers Jacob and Joseph and Shimon and Judah? (Matthew 13:55)
Greek Monolingual
-η, -ο (μτχ. παθ. παρακμ. του εξαναγκάζω)
1. αυτός που γίνεται ή επιβάλλεται από ανάγκη, ο εξαναγκαστικός, ο ακούσιος
2. αυτός που κάνει κάτι χωρίς τη θέλησή του ή από ανάγκη
3. φυσ. «εξαναγκασμένη ταλάντωση» — η ταλάντωση που προκύπτει όταν μια περιοδική δύναμη που δρα εξωτερικώς εφαρμόζεται σ' ένα σύστημα ικανό να εκτελέσει ελεύθερη ταλάντωση.