εξαναγκασμένος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο (μτχ. παθ. παρακμ. του εξαναγκάζω)
1. αυτός που γίνεται ή επιβάλλεται από ανάγκη, ο εξαναγκαστικός, ο ακούσιος
2. αυτός που κάνει κάτι χωρίς τη θέλησή του ή από ανάγκη
3. φυσ. «εξαναγκασμένη ταλάντωση» — η ταλάντωση που προκύπτει όταν μια περιοδική δύναμη που δρα εξωτερικώς εφαρμόζεται σ' ένα σύστημα ικανό να εκτελέσει ελεύθερη ταλάντωση.