επίκυκλος

From LSJ

κατὰ τὸν αὑτοῦ δαίμονα βιοῦν → live under the direction of his own guiding spirit

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἐπίκυκλος)
αστρον. κύκλος που το κέντρο του βρίσκεται στην περιφέρεια άλλου κύκλου.