επίτευγμα
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
Greek Monolingual
το (AM ἐπίτευγμα) επιτυγχάνω
επιτυχία, αίσια έκβαση («τοῖς περὶ ποιητικὴν ἐπιτεύγμασι χρώμενος», Διογ. Λαέρ.)
αρχ.
1. (για τόπο) φυσικό πλεονέκτημα
2. ιατρ. επιτυχής διάγνωση
3. δημιούργημα, προϊόν.