ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
-η, -ο (AM ἐπίχαλκος, -ον)
επενδεδυμένος, επιστρωμένος με χαλκό ή με ορείχαλκο (α. «επίχαλκο σκεύος» β. «ἐπίχαλκος ἀσπίς»)
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπίχαλκος
η ασπίδα
2. φρ. «ἐπίχαλκον στόμα» — ο αυλητής.