επαρτώ
From LSJ
Greek Monolingual
ἐπαρτῶ, -άω (Α)
1. αναρτώ, κρεμώ κάτι από κάπου ως φόβητρο
2. απειλώ, φοβερίζω
3. μέσ. ἐπαρτῶμαι
α) κρεμώ πάνω ή από πάνω
β) επικρέμαμαι, επίκειμαι, επαπειλώ
4. (ουδ. παθ. μτχ.) τὸ ἐπηρτημένον (τοὺ ζυγού)
το προσαρτημένο μέρος ή το μέρος του ζυγού πού κρέμεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρτώ «κρεμώ»].