επαρτώ

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source

Greek Monolingual

ἐπαρτῶ, -άω (Α)
1. αναρτώ, κρεμώ κάτι από κάπου ως φόβητρο
2. απειλώ, φοβερίζω
3. μέσ. ἐπαρτῶμαι
α) κρεμώ πάνω ή από πάνω
β) επικρέμαμαι, επίκειμαι, επαπειλώ
4. (ουδ. παθ. μτχ.) τὸ ἐπηρτημένον (τοὺ ζυγού)
το προσαρτημένο μέρος ή το μέρος του ζυγού πού κρέμεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρτώ «κρεμώ»].