επαρύτω

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning

Source

Greek Monolingual

ἐπαρύτω (Α)
χύνω λάδι σε ένα αγγείο αντλώντας από άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρύτω «αντλώ νερό»].