επαρύτω
From LSJ
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
ἐπαρύτω (Α)
χύνω λάδι σε ένα αγγείο αντλώντας από άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρύτω «αντλώ νερό»].