Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
ἐπιβάπτω (Α) βάπτω1. βυθίζω, βουτώ2. βάφω3. βυρσοδεψώ4. επιχρυσώνω ή επαργυρώνω.