επιδιαθήκη
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Greek Monolingual
ἐπιδιαθήκη, ἡ (Α)
1. συμπληρωματική διαθήκη, κωδίκελλος
2. εγγύηση, ασφάλεια.