επιδιακρίνω

From LSJ

Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer

Menander, Monostichoi, 461

Greek Monolingual

ἐπιδιακρίνω (Α)
1. (για διαιτητή, κριτή) κρίνω, αποφασίζω
2. επικυρώνω απόφαση
3. εκτιμώ μετά από προσεκτική μελέτη.