ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox
ἐπιθάπτω (Α)1. ξαναθάβω, θάβω δεύτερη φορά2. τοποθετώ νεκρό σε τάφο όπου υπάρχει κι άλλος θαμμένος.