επικέντρωση

From LSJ

Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand

Menander, Monostichoi, 403

Greek Monolingual

η (Α ἐπικέντρωσις) επικεντρώνω
νεοελλ.
1. η συγκέντρωση, η εστίαση του ενδιαφέροντος σε ένα κύριο σημείο
2. τεχνολ. ο προσδιορισμός του κεντρικού άξονα ενός κυλινδρικού σώματος
αρχ.
η θέση ενός αστέρα σε ένα από τα κύρια σημεία του ορίζοντα.