επικύπτω

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526

Greek Monolingual

(AM ἐπικύπτω) κύπτω
1. σκύβω προς τα κάτω, πάνω από κάτι («ὀρθὸς ἕστηκεν ἢ μικρὸν ἐπικύπτων», Αριστοτ.)
2. σκύβω για να κάνω κάτι
μσν.
υποκύπτω
αρχ.
1. στηρίζομαι, ακουμπώ κάπου («τὸν ὑπέργηρον... οἰκέταις τέτταρσιν ἐπικεκυφότα», Λουκιαν.)
2. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) ἐπικεκυφώς
σκυφτός, καμπούρης.