Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
ἐπινεφής, -ές (Α)
1. ο σκεπασμένος με σύννεφα, ο σκοτεινός
2. (για άνεμο) αυτός που μαζεύει τα σύννεφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νέφος.