επιπλώνω
From LSJ
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
Greek Monolingual
(I)
εφοδιάζω με έπιπλα, βάζω σε δωμάτιο ή σε σπίτι τα απαραίτητα έπιπλα («επιπλωμένο σπίτι, δωμάτιο, γραφείο» κ.λπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έπιπλο(-ν). Η λ. επιπλώ, -όω μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
(II)
ἐπιπλώνω (Μ)
εκτείνω, απλώνω («ἐπήδησεν ὁ λέων, καὶ ἐπιπλώσας τὴν οὐρὰν κατὰ τὰς πλευράς του», Διγ. Ακρ.).