επιπρόσθηση
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
Greek Monolingual
η (AM ἐπιπρόσθησις) επιπροσθώ
1. παρεμβολή μεταξύ άλλων, παρεμπόδιση, παρακώλυση
2. επικάλυψη, επισκίαση
μσν.
επιπλέον προσθήκη
αρχ.
(για πράγμ.) αυτό που χρησιμεύει για απόκρυψη, για κάλυψη.