γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman
(AM ἐπισκοπεύω) επίσκοποςεκτελώ καθήκοντα επισκόπουαρχ.-μσν.παρατηρώ, εξετάζω κάτιαρχ.1. επισκέπτομαι2. (για στρατηγό) επιθεωρώ.