επισκοπεύω

From LSJ

γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman

Source

Greek Monolingual

(AM ἐπισκοπεύω) επίσκοπος
εκτελώ καθήκοντα επισκόπου
αρχ.-μσν.
παρατηρώ, εξετάζω κάτι
αρχ.
1. επισκέπτομαι
2. (για στρατηγό) επιθεωρώ.