επτακόσιοι

From LSJ

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source

Greek Monolingual

και εφτακόσιοι, -ες, -α (Α ἑπτακόσιοι, -αι, -α)
(απόλ. αριθμτ.) επτά εκατοντάδες
νεοελλ.
το ουδ. σε χρήση αντί για το τακτικό επτακοσιοστός («το επτακόσια μετά Χριστόν» — το επτακοσιοστό έτος μετά τη γέννηση του Χριστού).