ἐρημολάλος

From LSJ

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρημολάλος Medium diacritics: ἐρημολάλος Low diacritics: ερημολάλος Capitals: ΕΡΗΜΟΛΑΛΟΣ
Transliteration A: erēmolálos Transliteration B: erēmolalos Transliteration C: erimolalos Beta Code: e)rhmola/los

English (LSJ)

[ᾰ], ον, chattering in the desert, μοῦσα (of the τέττιξ) ib.196 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 1026] μοῦσα, einsam schwatzend, das einsame Lied der Cicade, Mel. 111 (VII, 196).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui chante dans le désert.
Étymologie: ἔρημος, λαλέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐρημολάλος: стрекочущий или поющий в степи (sc. τέττιξ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐρημολάλος: ᾰ, ον, λαλῶν, τερετίζων ἐν τῇ ἐρήμῳ, τέττιξ Ἀνθ. Π. 7. 196.

Greek Monolingual

ἐρημολάλος, -ον (Α)
αυτός που λαλεί, που τερετίζει στην ερημιά, στη μοναξιάἐρημολάλος τέττιξ», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο- (< έρημος) + λάλος.

Greek Monotonic

ἐρημολάλος: [ᾰ], -ον, αυτός που μιλά στην έρημο, δηλ. μάταια, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἐρημο-λᾰ́λος, ον
chattering in the desert, Anth.