ερρηνοβοσκός

From LSJ

οὐκ ἔστι λύπης, ἄν περ ὀρθῶς τις σκοπῇ, ἄλγημα μεῖζον τῶν ἐν ἀνθρώπου φύσει → amongst the natural ills of man there is, if one but look at it aright, no greater pain than grief

Source

Greek Monolingual

ἐρρηνοβοσκός και ἀρρηνοβοσκός, -όν (Α)
βοσκός προβάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρρηνο (< άρσην «αρσενικός» από το οποίο παράγεται το αρνειός) + βοσκός. Η αρχική σημασία θα πρέπει επομένως να ήταν «βοσκός αρσενικών προβάτων, κριών»].