ἐρυμνός, -ή, -όν (AM) [[[ερύω]] (II)]
(το ουδ. ως ουσ. ιδίως στον πληθ.) τὰ ἐρυμνά
οχυροί, απρόσβλητοι τόποι
αρχ.
1. αυτός που είναι φυσικά ή τεχνητά οχυρωμένος, ο οχυρός, ο ασφαλής από εχθρική επίθεση («χωρίον ἐρυμνόν», Θουκ.)
2. (για βουνό) απόκρημνος, απότομος, ανηφορικός.