Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ερυμνός

From LSJ

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225

Greek Monolingual

ἐρυμνός, -ή, -όν (AM) [[[ερύω]] (II)]
(το ουδ. ως ουσ. ιδίως στον πληθ.) τὰ ἐρυμνά
οχυροί, απρόσβλητοι τόποι
αρχ.
1. αυτός που είναι φυσικά ή τεχνητά οχυρωμένος, ο οχυρός, ο ασφαλής από εχθρική επίθεσηχωρίον ἐρυμνόν», Θουκ.)
2. (για βουνό) απόκρημνος, απότομος, ανηφορικός.