ἐρυμνός
ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick
English (LSJ)
ἐρυμνή, ἐρυμνόν, Comp. -ότερος, Sup. -ότατος, AP7.138 (Acerat.), 599 (Jul.): (ἐρύω Β):—fenced, fortified, strong, by art or nature, Γλήχωνά τ' ἐρυμνήν Hes.Fr.38, cf. Th.5.65, Plb.1.30.8, Plu.Cam.9, etc.; ἐ. δώματα E.Hel.68; κεῖναι μὲν πύργοισι..ἐρυμναί, Δῆλος δ' Ἀπόλλωνι Call.Del.23; τὰ ἐρυμνά strong positions, X An.5.7.31, etc.; τόποι οἱ ἐ. Arist.Pol.1330b18; τὸ ἐ. Onos.42.15; of hills, steep, sheer, Ὄθρυς A.R.2.514, etc. Adv. Comp. -οτέρως Arist.Pol.1331a30.
German (Pape)
[Seite 1037] (ἐρύω, ἔρυμα), befestigt, geschützt; von einer Stadt, Hes. bei Strab. IX, 424, δώματα Eur. Hel. 68; κεῖναι μὲν πύργοισι περισκεπέεσσιν ἐρυμναί Callim. Del. 23; ναῦς Orph. Arg. 1314; – χωρίον ἐρ., ein befestigter, fester Platz, Thuc. 5, 65 u. A.; auch von Natur feste Oerter, τὰ ἐρυμνά Xen. An. 5, 7, 31; τόποι ἐρ. καὶ δύσβατοι Pol. 1, 30, 8; λόφος ἐρ. καὶ δύσβατος, schroff, steil, 3, 83, 1; πρηών Nic. Th. 218; Orph. Arg. 462; πόλις Plut. Camill. 9. – Adv. ἐρυμνοτέρως, Arist. pol. 7, 12.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
en état de défense, fortifié (par l'art ou par la nature) ; τὰ ἐρυμνά XÉN forte position.
Étymologie: ἔρυμα.
Russian (Dvoretsky)
ἐρυμνός:
1 хорошо защищенный, укрепленный (δώματα Eur.; χωρίον Thuc.; τόποι Arst., Polyb.; πόλις Plut.);
2 недоступный (λόφος Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐρυμνός: -ή, -όν, ὑπερθ. -ότατος, Ἀνθ. Π. 7. 138, 599 (ἐρύομαι): - ὠχυρωμένος, ὀχυρὸς διὰ τέχνης ἢ ἐκ φύσεως, Γλύκωνά τ’ ἐρυμνὴν Ἡσιόδ. Ἀποσπ. 15 (132 Gottl), πρβλ. Θουκ. 5. 65· ἐρ. δώματα Εὐρ. Ἑλ. 68· κεῖναι μὲν πύργοισι... ἐρυμναί, Δῆλος δ’ Ἀπόλλωνι Καλλ. εἰς Δῆλ. 23· τὰ ἐρυμνά, θέσεις ὀχυραί, Ξεν. Ἀν. 5. 7, 31, κτλ.· τόποι οἱ ἐρ. Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 5· ἐπὶ ὄρους, ἀπόκρημνος, ἀπότομος, ἀμφὶ τ’ ἐρυμνὴν Ὄθρυν Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 514, κτλ. - Ἐπίρρ. συγκρ. -οτέρως Ἀριστ. Πολ. 7. 12, 3.
Greek Monolingual
ἐρυμνός, -ή, -όν (AM) [[[ερύω]] (II)]
(το ουδ. ως ουσ. ιδίως στον πληθ.) τὰ ἐρυμνά
οχυροί, απρόσβλητοι τόποι
αρχ.
1. αυτός που είναι φυσικά ή τεχνητά οχυρωμένος, ο οχυρός, ο ασφαλής από εχθρική επίθεση («χωρίον ἐρυμνόν», Θουκ.)
2. (για βουνό) απόκρημνος, απότομος, ανηφορικός.
Greek Monotonic
ἐρυμνός: -ή, -όν (ἐρύομαι), περιφραγμένος, ενισχυμένος, οχυρωμένος, οχυρός τεχνητά ή φυσικά, σε Ευρ., Θουκ.· τὰ ἐρυμνά, οχυρές θέσεις, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἐρυμνός, ή, όν ἐρύομαι
fenced, fortified, by art or nature, Eur., Thuc.; τὰ ἐρυμνά strong positions, Xen.