ετέρωσε

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source

Greek Monolingual

ἑτέρωσε (ΑΜ)
επίρρ. μσν. με άλλον τρόπο, αλλιώς
αρχ.
1. προς το άλλο μέροςἔνθεν μέν... ἑτέρωσε δέ», Πλάτ.)
2. (με ρήμ. κινήσεως) στο άλλο μέρος, απέναντι («οἱ δ' ἑτέρωσε καθῖζον», Ομ. Ιλ.)
3. προς άλλο μέρος, αλλούἑτέρωσε τρέχων», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετέρως + επιρρ. κατάλ. -σε, πρβλ. άλλο-σε].