ετερόστομος
From LSJ
ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἑτερόστομος, -ον)
(για κοφτερά όργανα) αυτός που έχει ένα μόνο στόμα (δηλ. κόψη), αυτός που είναι κοφτερός από τη μία μόνο πλευρά, ο μονόκοπος
αρχ.
1. (για άγκυρα) αυτός που έχει έναν μόνο όνυχα, δηλ. άγκιστρο, που χώνεται στον θαλάσσιο βυθό («ἄγκυραι ἀμφίστομοι, ἑτερόστομοι», Πολυδ.)
2. λέγεται για στρατιωτική φάλαγγα εν πορεία, στην οποία το προπορευόμενο μισό τμήμα είχε τους ηγήτορες από αριστερά, ενώ το τμήμα που ακολουθούσε είχε τους ηγήτορες από δεξιά.
επίρρ...
ἑτεροστόμως (Α)
κατά φάλαγγα ετερόστομη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -στομος (< στόμα)
πρβλ. αμφί-στομος, δί-στομος, ελευθερό-στομος, μεγαλό-στομος].