Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ευανάγνωστος

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὐανάγνωστος, -ον)
αυτός που είναι καθαρά γραμμένος και επομένως αναγιγνώσκεται εύκολα, ο ευκολοδιάβαστος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ευανάγνωστο(ν)
η ευκολία αναγνώσεως ενός γραπτού κειμένου.
επίρρ...
ευαναγνώστως και ευανάγνωστα
με ευανάγνωστο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ανα-γνωστος (< ανα-γιγνώσκω), πρβλ. δυσανάγνωστος].