ευκολοδιάβαστος

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που μπορεί κάποιος να τον διαβάσει εύκολα, ο ευανάγνωστος, ο ευκρινής.