ευκολοδιάβαστος
From LSJ
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που μπορεί κάποιος να τον διαβάσει εύκολα, ο ευανάγνωστος, ο ευκρινής.
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
-η, -ο
αυτός που μπορεί κάποιος να τον διαβάσει εύκολα, ο ευανάγνωστος, ο ευκρινής.