ευκολοδιάβαστος

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που μπορεί κάποιος να τον διαβάσει εύκολα, ο ευανάγνωστος, ο ευκρινής.