περιζήτητος
From LSJ
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
αυτός για τον οποίο υπάρχει μεγάλη ζήτηση, είτε γιατί είναι πολύ σπάνιος είτε γιατί είναι πολύ σημαντικός ή αγαπητός (α. «περιζήτητο βιβλίο» β. «περιζήτητος τεχνίτης» γ. περιζήτητος σε συντροφιά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιζητῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Σκαρλάτου Βυζαντίου].