ευθημοσύνη

From LSJ

μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶν μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων → give not that which is holy unto the dogs, neither cast ye your pearls before swine

Source

Greek Monolingual

εὐθημοσύνη, ή (ΑΜ) ευθήμων
η έξη, η κλίση για τάξη, για νοικοκυροσύνηεὐθημοσύνη γὰρ ἀρίστη θνητοῖς ἀνθρώποις, κακοθημοσύνη δὲ κακίστη», Ησίοδ.)
αρχ.
(για τη φύση) η καλή διάταξη, η αρμονία.