ευκολοπάτητος

From LSJ

Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die

Sophocles, Antigone, 220

Greek Monolingual

-η, -ο
1. ο εκτεθειμένος σε εχθρικές επιδρομές, ο ευπρόσβλητοςκάστρο ευκολοπάτητο»)
2. (για κτήριο) ο εκτεθειμένος σε κλοπή.