εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν → peace that surpasses all understanding
εὐτερπής, -ές (Α)τερπνός, ευχάριστος, θελκτικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τερπής (< τέρπω και όχι < ουσ. τέρπος, που είναι μεταγενέστερο), πρβλ. ατερπής, επιτερπής].