εὐυφής
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
English (LSJ)
εὐυφές, (ὑφή) wellwoven, στολή Tim.Pers.180; λαίφεα AP10.2 (Antip. Sid.); ἱμάτιον Herm. in Phdr.p.192 A., BGU1564.10; πέπλος v.l. in S.Tr.602.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
bien tissé.
Étymologie: εὖ, ὑφαίνω.
German (Pape)
ές, schön gewebt, πέπλος, Soph. Trach. 599; Antip.Sid. 37 (X.2).
Russian (Dvoretsky)
εὐῠφής: красиво или хорошо сотканный (πέπλος Soph.; λαίφεα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐῠφής: -ές, (ὑφή) καλῶς ὑφασμένος, Ἀνθ. Π. 10. 2· περὶ τοῦ: τόν δέ γ’ εὐυφῆ ἐν Σοφ. Τρ. 602, ἴδε ἐν λ. ταναϋφής.
Greek Monolingual
εὐυφής, -ές (Α)
υφασμένος καλά («εὐυφῆ λαίφεα», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -υφής (< ύφος), πρβλ. αραχνουφής, λινουφής].
Greek Monotonic
εὐῠφής: -ές (ὑφή), καλοϋφασμένος, σε Ανθ.
Middle Liddell
εὐ-ῠφής, ές [ὑφή]
well-woven, Anth.