εφέρπω
From LSJ
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
Greek Monolingual
ἐφέρπω (Α)
1. έρπω πάνω σε κάτι
2. έρχομαι προς κάτι ή προς κάποιον κρυφά ή αργά («ἐπ' ὄσσοισι νὺξ ἐφέρπει», Ευρ.)
3. έρχομαι («μήδ' ἐφερπέτω νόσος», Αισχύλ.)
4. προχωρώ, επιτίθεμαι
5. (για χρόνο) έρχομαι («χρόνος ἐφέρπων», Πίνδ.)
6. επιγρ. φρ. «τὰς ἐφερπούσας δὲ νυκτός» — κατά τη διάρκεια της επόμενης νύκτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἕρπω.