εφέρπω
From LSJ
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
Greek Monolingual
ἐφέρπω (Α)
1. έρπω πάνω σε κάτι
2. έρχομαι προς κάτι ή προς κάποιον κρυφά ή αργά («ἐπ' ὄσσοισι νὺξ ἐφέρπει», Ευρ.)
3. έρχομαι («μήδ' ἐφερπέτω νόσος», Αισχύλ.)
4. προχωρώ, επιτίθεμαι
5. (για χρόνο) έρχομαι («χρόνος ἐφέρπων», Πίνδ.)
6. επιγρ. φρ. «τὰς ἐφερπούσας δὲ νυκτός» — κατά τη διάρκεια της επόμενης νύκτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἕρπω.