εφόριος

From LSJ

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source

Greek Monolingual

ἐφόριος, -ία, -ον (Α)
1. αυτός που γειτονεύει, που συνορεύει
2. αυτός που γίνεται στα όρια, στα σύνορααγορά εφόριος» — αγορά που γίνεται στα σύνορα, όπου οι λαοί τών γειτονικών επικρατειών συγκεντρώνονταν για αγοραπωλησίες ή για άλλο σκοπό, Επιγρ.)
3. παραμεθόριος
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά ἐφόρια
τα σύνορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὅριον (< ὅρος «σύνορο»)].