εύεικτος

From LSJ

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source

Greek Monolingual

εὔεικτος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που υπακούει εύκολα, ο ευπειθής, ο πειθήνιος
2. αυτός που υποχωρεί εύκολα, ο μαλακός, ο ενδοτικός
μσν.
1. αυτός που μεταβάλλεται εύκολα («λόγον εὔεικτον εἰς σαφήνειαν», Μάξ. Ομολ.)
2. (για αποστήματα) αυτός που υποχωρεί εύκολα
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔεικτον
η υποχωρητικότητα.
επίρρ...
εὐείκτως (ΑΜ)
υπάκουα, πρόθυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εικτός (< είκω «υποχωρώ, υπακούω»)].