εύσφαιρος
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
Greek Monolingual
εὔσφαιρος, -ον (Μ)
(κυρίως για μαργαριτάρια) ολοστρόγγυλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σφαιρος (< σφαίρα), πρβλ. μεσόσφαιρος, οκτάσφαιρος].