εἰρηνέω
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
= εἰρηνεύω ΙΙ, Arist.HA608b29, D.L. 2.5, D.C.37.52.
Spanish (DGE)
1 en pres. vivir en paz πρὸς ἄλληλα de anim., Arist.HA 608b29, μεταναστὰς ἐκ Σάμου ἐς Κρότωνα, ἐνθάδε εἰρηνέεις D.L.2.5, cf. D.C.44.4.5
•mantenerse en paz τά τε γὰρ πολέμια ἀκριβώσας εἰρηνεῖν οὐκ ἠπίστατο D.C.7.26.2, cf. 37.52.3.
2 en aor. hacer la paz, firmar la paz παρεκάλουν σφᾶς εἰρηνῆσαι D.C.48.31.4, cf. 40.43.2.
German (Pape)
[Seite 735] im Frieden leben, D. L. 2, 5 D. Cass. 37, 52 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εἰρηνέω: εἰρηνεύω ΙΙ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1. 10, Διογ. Λ. 2. 5, Δίων Κ. 37. 52.
Russian (Dvoretsky)
εἰρηνέω: Arst., Diog. L. = εἰρηνεύω I.