εἰσάπαν
From LSJ
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
English (LSJ)
should be read divisim εἰς ἅπαν as in Epict.Ench.33.5, Ph. 1.125, etc.
Spanish (DGE)
adv. completamente (εἰ.) ἀναλωθήσεται Thphr.Fr.30.4, καθελεῖν αὐτὴν εἰ. Ph.1.125, εἰ. ἐπέδωκαν αὐτούς Arr.Epict.4.9.14, cf. 1.4.1.
German (Pape)
[Seite 740] d. i. εἰς ἅπαν, ganz und gar, Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσάπαν: πιθανῶς ἀναγνωστέον διῃρημένως, εἰς ἅπαν.