εἰσαναλίσκω

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσανᾱλίσκω Medium diacritics: εἰσαναλίσκω Low diacritics: εισαναλίσκω Capitals: ΕΙΣΑΝΑΛΙΣΚΩ
Transliteration A: eisanalískō Transliteration B: eisanaliskō Transliteration C: eisanalisko Beta Code: ei)sanali/skw

English (LSJ)

expend upon, τιεἰς ἑαυτόν Antiph.204.10 (troch.), PPetr.2p.6.

Spanish (DGE)

(εἰσᾰνᾱλίσκω) 1 gastar ὅσ' ἂν ... εἰς ἑαυτὸν ... τις εἰσαναλίσκων τύχῃ cuanto uno gaste en propio uso Antiph.202.10, πολλὰ τῶν ἰδίων SEG 46.1721.15 (Janto II a.C.)
abs. gastar fondos κατὰ τὸν νόμον IIl.25.166 (III a.C.), εἰς τὴν οἰκοδομήν PCair.Zen.621.2 (III a.C.).
2 desgastar εἰσαναλίσκοντες σιδήρουστόμωμα SB 13881.5 (III a.C.).

German (Pape)

[Seite 740] (s. ἀναλίσκω), darauf verwenden, εἴς τι, Antiphan. bei Ath. III, 104 a.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσανᾱλίσκω: δαπανῶ εἴς τι, πλὴν ὅσ’ ἂν καθ’ ἡμέραν εἰς ἑαυτὸν ἡδέως τις εἰσαναλίσκων τύχῃ Ἀντιφάνης ἐν «Στρατιώτῃ» 1. 10.

Greek Monolingual

εἰσαναλίσκω (Α)
δαπανώ σε κάτι.