εὐεκτός
From LSJ
Full diacritics: εὐεκτός | Medium diacritics: εὐεκτός | Low diacritics: ευεκτός | Capitals: ΕΥΕΚΤΟΣ |
Transliteration A: euektós | Transliteration B: euektos | Transliteration C: evektos | Beta Code: eu)ekto/s |
εὐεκτόν, = εὐέκτης, Sch.E.Hipp.109 (Comp.). Adv. εὐεκτῶς, Glossaria on λίπα, Sch.DIl.10.577, Zonar., prob. for εὐκτεῶς, = ὑγιῶς, Hsch. (cf. εὐεστότερος).
εὐεκτός, -όν (ΑΜ)
ο υγιής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εκτός (< έχω)].