εὐθυεπής
From LSJ
Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
English (LSJ)
εὐθυεπές, (ἔπος) plain-spoken, Adam.1.16.
German (Pape)
[Seite 1070] ές, gerad, aufrichtig redend, Adam. Physiogn. 1, 1.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθυεπής: -ές, (ἔπος) εὐθυρρήμων, παρρησίᾳ ὁμιλῶν, Ἀδαμαντ. Φυσιογν. 1. 13.
Greek Monolingual
εὐθυεπής, -ές (Α)
αυτός που μιλάει με παρρησία, με ελευθερία λόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + -επής (< έπος «λόγος»), πρβλ. καλλιεπής, αμετρο-επής].