εὐπύρωτος
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
English (LSJ)
εὐπύρωτον, (πυρόω) easily set fire to, Thphr. CP 1.22.5.
German (Pape)
[Seite 1092] leicht zu entzünden, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπύρωτος: -ον, (πῠρόω) εὐκόλως καιόμενος, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 22, 5.
Greek Monolingual
εὐπύρωτος, -ον (Α)
εύκαυστος («πεύκη... εὐπύρωτος», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πυρωτός.