εὐρυκλύδων
From LSJ
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
German (Pape)
[Seite 1094] ωνος, ὁ, ein heftiger Sturmwind, der breite, große Wellen (κλύδων) macht, Act. Apost. 27, 14, wo auch εὐρακύλων für εὐροακύλων, Nordostwind, euroaquilo, u. εὐροκλύδων, wogentreibender Südost, gelesen wird; εὐρακλύδων ist f. L.
Greek Monolingual
εὐρυκλύδων, -ωνος, ὁ (Α)
1. σφοδρός άνεμος, ανεμοζάλη
2. ως κύριο όν. ὁ Εὐρυκλύδων
ο Τυφών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + κλύδων.
Russian (Dvoretsky)
εὐρυκλύδων: ωνος ὁ эвриклидон, «вздымающий широкие волны» (название сильного нордоста) NT.