εὐρύκερως
From LSJ
German (Pape)
[Seite 1094] ωτος, mit breiten Hörnern, breitem Geweih, Dammhirsche, Opp. C. 2, 293. 3, 2; sonst auch Mosch. 2, 153, βοῦς, wo jetzt ἠΰκερως steht.
Greek (Liddell-Scott)
εὐρύκερως: -ωτος, ὁ, ἡ, ἔχων κέρατα εὐρέως ἀναπεπταμένα, ἐπὶ ἐλάφων καὶ βοῶν, Ὀππ. Κυν. 2. 293, κτλ.
Greek Monolingual
ο (Α εὐρύκερως, -ωτος, ὁ, ἡ)
νεοελλ.
ονομασία πτηνού της Μαδαγασκάρης
αρχ.
(για βόδια και ελάφια) με πλατιά κέρατα, με κέρατα τών οποίων απλώνονται οι διακλαδώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -κερως (< κέρας), πρβλ. αιγόκερως, βούκερως].