εὐχάλκωτος
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
English (LSJ)
εὐχάλκωτον, (> χαλκόω) = εὔχαλκος, κρεάγρα AP 6.305.5 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 1108] schön aus Erz gearbeitet, κρεάγρα Leon. Tar. 14 (VI, 305).
Russian (Dvoretsky)
εὐχάλκωτος: красиво сделанный из меди (κρεάγρα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐχάλκωτος: -ον, (χαλκόω) = τῷ προηγ., κρεάγρα Ἀνθ. Π. 6. 305.
Greek Monolingual
εὐχάλκωτος, -ον (Α)
εύχαλκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χαλκώ].
Greek Monotonic
εὐχάλκωτος: -ον (χαλκόω), = το προηγ., σε Ανθ.