εὐχάλκωτος

From LSJ

κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐχάλκωτος Medium diacritics: εὐχάλκωτος Low diacritics: ευχάλκωτος Capitals: ΕΥΧΑΛΚΩΤΟΣ
Transliteration A: euchálkōtos Transliteration B: euchalkōtos Transliteration C: efchalkotos Beta Code: eu)xa/lkwtos

English (LSJ)

εὐχάλκωτον, (> χαλκόω) = εὔχαλκος, κρεάγρα AP 6.305.5 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 1108] schön aus Erz gearbeitet, κρεάγρα Leon. Tar. 14 (VI, 305).

Russian (Dvoretsky)

εὐχάλκωτος: красиво сделанный из меди (κρεάγρα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐχάλκωτος: -ον, (χαλκόω) = τῷ προηγ., κρεάγρα Ἀνθ. Π. 6. 305.

Greek Monolingual

εὐχάλκωτος, -ον (Α)
εύχαλκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χαλκώ].

Greek Monotonic

εὐχάλκωτος: -ον (χαλκόω), = το προηγ., σε Ανθ.

Middle Liddell

εὐ-χάλκωτος, ον χαλκόω = εὔχαλκος, Anth.]