εὖντα
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
Dor. for ἐόντα, neut. pl. of part. ὤν, Theoc.2.3.
French (Bailly abrégé)
dor. ou éol. c. ἐόντα, acc. sg. masc. part. prés. de εἰμί.
Russian (Dvoretsky)
εὖντα: Theocr. (= ἐόντα) acc. part. m к εἰμί.
Greek (Liddell-Scott)
εὖντα: Δωρ. ἀντὶ ἐόντα, οὐδ. πληθ. τῆς μετοχ. ὤν, Θεόκρ. 2. 3.
Greek Monotonic
εὖντα: Δωρ. αντί ἐόντα, ουδ. πληθ. μτχ. ὤν.