ζαργάνα

Greek Monolingual

η (Α ζαργάνη)
νεοελλ.
1. (ιχθυολ.) λαϊκή ονομ. του ψαριού βελόνη η οξεία
2. μτφ. ωραία, ελκυστική και καμαρωτή γυναίκα
αρχ.
το ψάρι ταινία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. σαργάνη «πλέγμα, δεσμός, καλάθι»].