ζαχαροπλαστείο
From LSJ
ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers
Greek Monolingual
το
κατάστημα κατασκευής και πωλήσεως γλυκισμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζαχαροπλάστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1811 στους αδελφούς Κυριακό και Μανουήλ Καπετανάκη].