ζενίθ
From LSJ
Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
Greek Monolingual
το
1. το νοητό σημείο του ουρανού, το οποίο συναντά η κατακόρυφος του τόπου όπου βρίσκεται ο παρατηρητής όταν αυτή προεκταθεί προς τα επάνω, αντίθ.: ναδίρ
2. το ανώτατο όριο, ο ύψιστος βαθμός, το μεσουράνημα («έφτασε στο ζενίθ της δόξας του»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. zenith < αραβ. semt].