ζενίθ

From LSJ

Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratioBetrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort

Menander, Monostichoi, 319

Greek Monolingual

το
1. το νοητό σημείο του ουρανού, το οποίο συναντά η κατακόρυφος του τόπου όπου βρίσκεται ο παρατηρητής όταν αυτή προεκταθεί προς τα επάνω, αντίθ.: ναδίρ
2. το ανώτατο όριο, ο ύψιστος βαθμός, το μεσουράνημα («έφτασε στο ζενίθ της δόξας του»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. zenith < αραβ. semt].