ζευξίγαμος
From LSJ
Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg
English (LSJ)
[ῐ], ἡ, she that yokes in marriage, epithet of the planet Venus, Cat.Cod.Astr.1.173.
Greek Monolingual
ζευξίγαμος, ἡ (Α)
(για τον πλανήτη Αφροδίτη) αυτή που συνδέει με τους δεσμούς του γάμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζευξι- + -γάμος
ζευξι- (< ζεύγνυμι
πρβλ. και ζευξί-λεως κατά τα σύνθετα του τύπου τερψί-μβροτος + -γαμος, (< γάμος) πρβλ. α-πειρό-γαμος, έγγαμος].