ζεῦγλα
From LSJ
Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht
English (LSJ)
ἡ, poet. for ζεύγλη, ἄτης E.Fr.285.10, cf. Lyr.Alex.Adesp.11.8, AP9.19 (Arch.), Choerob.in Theod.1.304.
German (Pape)
[Seite 1137] ἡ, poet. = Folgdm, Archi. 24 (IX, 19); vgl. B. A. 1378.
Russian (Dvoretsky)
ζεῦγλᾰ: ἡ дор. = ζεύγλη.
Greek (Liddell-Scott)
ζεῦγλα: ἡ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ. Ἀνθ. Π. 9. 19, Α. Β. 1378.
Greek Monolingual
ζεῡγλα, ἡ (Α)
βλ. ζεύγλη.
Greek Monotonic
ζεῦγλα: ἡ, ποιητ. αντί του επομ., σε Ανθ.