Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ζοχάδα

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12

Greek Monolingual

η και πληθ. ζοχάδες, οι
1. αιμορροΐδα
2. ιδιοτροπία, νευρική υπερδιέγερση, δυστροπία, στρυφνότητα του χαρακτήρα («σήμερα είναι στις ζοχάδες του»)
3. (για πρόσ.) ζοχαδιακός, οχληρός, ενοχλητικός («αυτός μού έχει γίνει ζοχάδα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μτγν. εσοχάς, -άδος, συνήθως στον πληθ. εσοχάδες «εσωτερικές αιμορροΐδες < εισέχω (πρβλ. και εξοχάδες «εξωτερικές αιμορροΐδες» < εξέχω)].